- χειμαρρώδους
- χειμαρρώδηςlike a torrentmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… … Dictionary of Greek
Χονσού — Νησί της Ιαπωνίας, το πλέον εκτεταμένο του αρχιπελάγους. Έχει έκταση 230.862 τ. χλμ. (231.090 τ. χλμ. με τα μικρότερα νησιά που είναι ενωμένα μαζί του διοικητικά) και πληθυσμό 98.353.000 κάτ. Έχει σχήμα τόξου ανοιχτού στα ΒΔ, μήκους περίπου 1.400 … Dictionary of Greek